Εργαστήριο: καλές πρακτικές
id | 166 |
---|---|
Τίτλος | Πειραματικές δράσεις καλλιτεχνικής πρακτικής: Ένα διαφορετικό εργοτάξιο |
Ονοματεπώνυμο | Ελένη Φουντουλάκη |
Συνεδρία | Ψηφιακή και ζωντανή καλλιτεχνική δημιουργία στο σχολείο [εργαστήρια] [ 16:00] |
Αίθουσα | 628 |
Ημερομηνία | Friday, 12 Oct 2018 |
Περίληψη | Ένα εικαστικό και παιδαγωγικό πρότζεκτ, με μαθητές σε σχολεία της Πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, έδωσε πνοή και σώμα σ’ ένα σπονδυλωτό, κινητό εργαστήριο, καταλήγοντας σε συμμετοχικά έργα. Αυτά τα έργα αφορούσαν στον επιμέρους επανασχεδιασμό του σχολείου, ενσωματώνοντας στο εσωτερικό του ένα εφήμερο ανάπτυγμα χώρου, καθώς εξέταζε πώς η δημιουργικότητα μπορεί να ενθαρρύνει μία βαθιά και με νόημα δέσμευση, όπου ο καθένας, με το δικό του ρυθμό, βρίσκει αξία σ΄ αυτό που γίνεται και τρόπους να ταυτιστεί. Κατασκευάζοντας συλλογικά μία ελάχιστη χωρική δομή, πειραματιστήκαμε με την πιθανότητα μιας ιδιόμορφης κατοίκησης που διαμορφώθηκε απ΄ τη συνθήκη ενοίκησής της. Ένας χώρος όπου τα παιδιά θα λάμβαναν αποφάσεις και θα έβρισκαν τρόπους εφαρμογής και σύμπραξης με τους δασκάλους, τροφοδοτώντας έτσι μία οικονομία που βασίζεται στην ανταλλαγή ιδεών και στο συμπράττειν. Tα παιδιά με την έμπρακτη υποστήριξη των δασκάλων και των γονιών, μυήθηκαν όχι μονάχα σε μια δημιουργία προσωπικών έργων κλειστής φόρμας, παθητικά στις αλλαγές του χρόνου, αλλά στην κατανόηση και δομή ενός έργου, που σύμφωνα με τον Oscar Hansen ακουμπάει στις διδαχές της οργανικής τέχνης, που χαρακτηρίζεται από μια μεγάλη ελαστικότητα, επιτρέποντας αλλαγές στη μορφολογία του έργου, στο μέτρο που τα ετερόκλητα μέρη του (συνδημιουργοί) πρόκειται να το καθορίσουν. |
Διάρκεια | 45' |
Τέχνη | Εικαστικά |
Λέξεις - κλειδιά | χωρική δομή, συνεργασία, καλλιτεχνική πρακτική |
Ηλικίες | Δημοτικό, Γυμνάσιο, Λύκειο |
Στόχοι | Αυτό το εγχείρημα αναπτύχθηκε, πειραματικά, στα πλαίσια του μαθήματος εικαστικών, σε μια προσπάθεια επαναπροσδιορισμού της καλλιτεχνικής πρακτικής και της εκπαίδευσης της τέχνης στη σχολική κοινότητα, και αποτελείτο από μία σειρά εργαστηρίων που είχαν ως σχεδιαστικό πυρήνα, την τέχνη ως εμπειρία. Προεκτείνοντας το πρόγραμμα σπουδών, δόθηκε βαρύτητα στη μύηση των παιδιών στην κατανόηση έργων που οργανώνονται μέσω μιας πολυδιάστατης διαδικασίας, αναγνωρίζοντας, ως πρωταρχική πράξη, την εμπειρία που θεσπίζει το σώμα με το υλικό, μέσα στο χώρο. Μελετήθηκαν ζητήματα που αφορούν έργα που αναδύονται και εγγράφονται σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο (τοποειδικές καλλιτεχνικές πρακτικές), και που ορίζονται από τη συλλογικότητα, έχοντας έτσι την ευκαιρία να συνδημιουργήσουμε με άλλους ανθρώπους έργα τα οποία δεν είναι παθητικά στις αλλαγές του χρόνου αλλά αναπτύσσονται οργανικά, επιτρέποντας αλλαγές στη μορφολογία τους, στο μέτρο που τα ετερόκλητα μέρη τους (συνδημιουργοί) πρόκειται να τα καθορίσουν. Μία προσέγγιση της τέχνης, που στην ουσία δε διαχωρίζει τον δημιουργό από τον θεατή αλλά ταυτίζει αυτές τις δύο μορφές σε μία διαδικασία όπου σχεδιάζουν, δίνουν ψυχή στο μορφοποιούμενο έργο και παράλληλα το βιώνουν (στην περίπτωσή μας το κατοικούν). Αυτό το πειραματικό σχεδίασμα, αποσκοπούσε στο ν’ αναπτυχθεί ένα κριτικό πνεύμα και να εφευρεθούν νέοι μηχανισμοί σκέψης, κατανοώντας ευρύτερα πώς ένα έργο μπορεί να εγγραφεί μέσα στο περιβάλλον στο οποίο παράγεται και να δημιουργήσει μία άλλη συνθήκη ύπαρξης, συνενώνοντας το φαντασιακό με το πραγματικό. Στο πώς ακόμη μπορεί η καλλιτεχνική πρακτική να λειτουργήσει ως εργαλείο, χωρίς να χάνει το νόημά της, προκειμένου ν’ ανανεώνεται διαρκώς ο τρόπος θέασής του καθενός μας και ν’ ανοίγονται νέες προοπτικές προς μία οριζόντια εκπαίδευση, όπου όλοι μαθαίνουμε από όλους, οδηγώντας σε μία σύμπραξη ανάμεσα στα μέλη που απαρτίζουν το σχολείο. Ζητούμενο ήταν να προσεγγιστεί το σχολείο με την έννοια της κοινότητας, όπου τα μέλη της μέσω συγκρούσεων, ανταγωνισμών και επιθυμιών, σχηματίζουν μια δημόσια σφαίρα, ο καθένας έχει λόγο και λαμβάνει αποφάσεις για το περιβάλλον μέσα στο οποίο ζει. Η εξωτερική πραγματικότητα με την εσωτερική αλήθεια του καθενός να βρίσκονται σε συνεχή διάλογο και ζύμωμα, αναδύοντας έτσι την πολιτική διάσταση της δημιουργικότητας και της φαντασίας. |
Υλικό | Οποιοδήποτε υλικό μπορεί να βρεθεί ως απομεινάρι από μικρές βιοτεχνίες, κλαδιά και μικροί κορμοί από κλαδεύσεις δέντρων. |
Περιγραφή | Ο εκπαιδευτικός της τέχνης, σ΄ ένα τέτοιο εγχείρημα, καλείται όχι μονάχα να μυήσει τα παιδιά στις διάφορες μορφές της εικαστικής γλώσσας και στην ιστορία της, αλλά κυρίως στο να διαμορφώσει μ’ εκείνα έναν ενδιάμεσο χώρο, όπου αυθόρμητα θ΄ αναδυθούν ζητήματα της δημιουργίας και νέες προσεγγίσεις της τέχνης μέσω του πειραματισμού. Χωρίς να απωλέσει το ρόλο του ως καλλιτέχνης, εναλλάσσει ρόλους ανάμεσα σ’ εκείνον που δίνει το ερέθισμα, σ’ εκείνον που παρατηρεί αλλά και σε αυτόν που συμμετέχει, και μαζί με την ομάδα του, τα ίδια τα παιδιά, σφυρηλατούν σταδιακά μια κριτική ματιά ως προς τις αναγκαιότητες και τις ποικιλότροπες εκφάνσεις που θεμελιώνουν τη δημιουργία, εικαστική και μη. Συνενώνοντας τις διακριτές μορφές της τέχνης και της εκπαίδευσης. Η μεθοδολογία, γι’ αυτό το συλλογικό εγχείρημα, που ακολουθήθηκε, ήταν να πλαισιωθεί από μικρότερα, βιωματικά, σπονδυλωτά εργαστήρια, που στόχο είχαν, εκτός από τη διέγερση του φαντασιακού των παιδιών και τη διέγερση της επιθυμίας τους, να εμβαθύνουμε και να πειραματιστούμε με διάφορους τρόπους και μέσα, σε κάποιες έννοιες. Συγκεκριμένα αγγίξαμε διαθεματικά την έννοια της «κατοίκησης», ως μοναδική εμπειρία του χώρου και του χρόνου διαμέσου του σώματος, την ευρύτερη έννοια του «σπιτιού» - ένας χώρος ονειρικός, ρευστός, εφήμερος ή ριζωμένος, εύθραυστος ή σταθερός, που αντηχεί χίλιες ιστορίες και, τέλος, του «οικοδομώ», η πράξη επί της ύλης. Τα εργαστήρια αυτά, μέσα στην αυτονομία τους, αποτέλεσαν παράλληλα ένα είδος σκελετού των τελικών έργων επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον στον τρόπο που η εμπειρία και η σκέψη συγχωνεύονται, καθώς μετουσιώνονται σε έργο, αλλά και στο να δοθεί σημασία στη διαδικασία περισσότερο. Μία διαδικασία, που επέτρεψε να παίξουμε, να πειραματιστούμε και να δημιουργηθούν έργα εν εξελίξει παρουσιάζοντας μία κίνηση, ένα πάρε δώσε, όπου μέσα από συνδέσεις και τροποποιήσεις παραμένουν ως ένα μεγάλο βαθμό ανοιχτά στο να γίνουν… Αντικαταστήσαμε λοιπόν το χαρτί με τον χώρο και το χρόνο του μαθήματος με ένα συνεχές χρόνου, διαρθρώνοντας ένα λεξιλόγιο σχέσεων και αναφορών ανάμεσα στη χειρονομία και το σώμα, ως εργαλείο εξερεύνησης. Ένα σώμα που έχει μνήμη, αισθάνεται, σκέφτεται, συνυπάρχει, γεννάει… τη συνεργασία, το επιθυμητό, το παιχνίδι, τη σύγκρουση, τον κοινό τόπο όπου ελεύθερα αναδύεται η αλληλεγγύη. Χρονολόγιο Αυτά τα προσωπικά ερωτήματα, ζητούμενα και σκέψεις, έδωσαν το ερέθισμα για να οργανωθούν αυτές οι ασκήσεις-ταλαντώσεις, που παραπάνω αναφέρθηκαν ως σπονδυλωτά εργαστήρια, και είχαν σημείο κορύφωσης δύο συνεργατικά έργα που έλαβαν χώρα στο 2ο Πιλοτικο Δημοτικό Σχολείο Ρέντη και στο 137ο Δημοτικό Σχολείο Πετραλώνων. Στόχος των ασκήσεων-ταλαντώσεων, ήταν ν’ αποτελέσουν μέρος της διαδικασίας σχεδιασμού και να κατανοηθούν βιωματικά και ενσώματα πρωταρχικές έννοιες του χώρου. Επιγραμματικά θα αναφερθούμε σε δύο τέτοιες ασκήσεις και στη συνέχεια πιο αναλυτικά θα σημειωθεί η οργάνωση και η διαδικασία που ακολουθήθηκε σχετικά με τα δύο συνεργατικά έργα. Αρχικά τα παιδιά εκφράστηκαν μέσω της κιναισθησίας εξερευνώντας, ομαδικά και ατομικά, τα ποιοτικά στοιχεία της κίνησης. Δουλεύοντας με το σώμα, επενεργώντας στον χώρο, το ζητούμενο ήταν να βρεθούν σχέσεις ανάμεσα στην ευπλαστότητα του σώματος και στην καμπύλη, σε αντίστοιξη με τη γεωμετρία και την ορθή γωνία των καρεκλών και των θρανίων που υπήρχαν μέσα στην τάξη. Μία διαδικασία που μέσω σωματικών ενεργημάτων, όπως ισορροπώ, ανεβαίνω, κατεβαίνω, σκαρφαλώνω…, έδωσε τη μορφή υβριδικών, εφήμερων αρχιτεκτονημάτων, δημιουργώντας ένα ευφάνταστο εργοτάξιο από σπείρες, θόλους, κτίσματα, τρούλους, περάσματα και υπέργεια λαγούμια. Η εμπειρία του σώματος, τονίζει ο αρχιτέκτονας Ζήσης Κοτιώνης, όσο συνεσταλμένη και αν είναι, επιζεί στη βιογραφία της ζωής του καθενός, και ως πρωτόγνωρη, παραμένει σημαντική. Ως αποτέλεσμα, μέσα από το παιχνίδι και τον πειραματισμό, μετατρέψαμε για λίγο την αρχική λειτουργία της τάξης, ως το χώρο που δέχεται αυτά τα κινούμενα γλυπτά, σώματα και αντικείμενα, που σχεδίαζαν άλλοτε φόρμες και άλλοτε μορφές συνθέτοντας έναν ενσώματο χώρο. Σ’ έναν άλλο χρόνο, κάποια εργαστήρια είχαν να κάνουν με το ν’ ανασύρει το κάθε παιδί την προσωπική του εμπειρία στο παρελθόν, νοηματοδοτώντας αντικείμενα και χώρους του σπιτιού του, ως προσωπικά φρούρια και καταφύγια, όπου το σώμα αποσύρεται και διασφαλίζει την αρχετυπική ανάγκη ενός ιδιωτικού χώρου. Κάθε παιδί προσκαλέστηκε ν’ αντλήσει ό,τι χρειάζεται απ’ αυτήν την ανάμνηση για να την σχεδιάσει. Αργότερα, με αναφορές από τη φύση, σαλιγκάρια και έντομα που κατασκευάζουν και φέρουν το σπίτι τους, σπίτια τρωγλοδύτες, και εφήμερες κατασκευές νομαδικών πολιτισμών, μελετώντας περίτεχνες φωλιές και δαιδαλώδη λαγούμια, τα παιδιά σχεδίασαν και κατασκεύασαν τρισδιάστατα προπλάσματα προσωπικών κελυφών, επινοώντας νέους, περίεργους, αινιγματικούς χώρους. Σχετικά με τα τελικά έργα, η δημιουργία μιας "ελάχιστης αρχιτεκτονικής δομής" όπως σημειώθηκε στην αρχή του εγγράφου, σχεδιάστηκε με τα παιδιά για συγκεκριμένο χώρο βρίσκοντας τρόπους να εγγραφεί στο περιβάλλον από το οποίο γεννήθηκε. Παράχθηκε σε διαφορετικές χρονικότητες στα δύο σχολεία, παίρνοντας εντελώς διαφορετική μορφή, άλλες προεκτάσεις ενεργοποίησης, και στο εσωτερικό του εγκιβωτίστηκαν δράσεις αντανακλώντας, λιγότερο ή περισσότερο, όλο το επιθυμητό για ένα σχολείο όπου είναι ένας χώρος εν δυνάμει και όπου υπάρχει και αναπνέει από τα άτομα που το απαρτίζουν. Οι χώροι που έγιναν τόσο στο 137ο όσο και στο 2ο, συνέθεταν την εικαστική γλώσσα, την αρχιτεκτονική, και την περιβαλλοντική εκπαίδευση. Φτιάχτηκαν από ανακυκλώσιμα υλικά που συλλέξαμε από τα σκουπίδια και από μικρές βιοτεχνίες στις γύρω βιομηχανικές περιοχές του Ρέντη και της Καλλιθέας. Το εφήμερο αρχιτεκτόνημα στο 137ο αποτελείτο από μακρόστενους, χαρτονένιους κυλίνδρους που εξυπηρετούσαν για να τυλίγονται τόπια υφασμάτων, ενώ στο 2ο από λέπια και φύλλα από φοίνικες, που είχε κόψει ο Δήμος, καθώς επίσης και μικρά κλαδιά. Πιο συγκεκριμένα, όσον αφορά στο 137ο, εμπνευστήκαμε σχεδιαστικά από τις δομές pavilion και τη λογική της σύνθεσης μερών σε ένα σύνολο, οπότε τα παιδιά συνέθεσαν ασύμμετρες, τριγωνικές δομές, που έφτιαξαν τα ίδια χρησιμοποιώντας τους χαρτονένιους κυλίνδρους, σε μία μεγαλύτερη διαπερατή δομή. Γνωρίζαμε εξαρχής ότι αυτή η λεπταίσθητη και εύθραυστη κατασκευή, δεν θα μπορούσε να φιλοξενηθεί σε πιο μόνιμη βάση απ΄ το σχολείο και θα έπρεπε να σκεφτούμε πώς θα ενεργοποιηθεί, ποιοι τρόποι θα παρέτειναν τη ζωή της, ενώ πώς, μετά τη διάλυσή της, σεβόμενοι τον κύκλο ζωής των υλικών, θα μετουσιωνόταν σε άλλα έργα. Όπερ και εγένετο! Μια ηλιόλουστη Κυριακή, αφού ολοκληρώθηκε το αρχιτεκτόνημά μας, σκαρφιστήκαμε ένα δρώμενο με τα παιδιά, τον Σύλλογο Γονέων και τους γονείς. Μέσα σε μια γιορτινή ατμόσφαιρα, οργανώσαμε εργαστήρια ζωγραφικής για μικρούς και μεγάλους που θα έντυναν το δομικό σκελετό που είχαμε φτιάξει για να περιηγούμαστε μέσα σε αυτό το εφήμερο, λιλιπούτειο μουσειάκι. Παράλληλα, μια ομάδα παιδιών έκανε ανακύκλωση στα παλιά της παιχνίδια, ανταλλάσσοντάς τα με άλλα, ενώ μια άλλη, έφτιαχνε ένα αυτοσχέδιο επιδαπέδιο παιχνίδι. Η μέρα έκλεισε με ένα αίσθημα ικανοποίησης και ολοκλήρωσης. Τις επόμενες μέρες, μετά την αποσύνθεση της κατασκευής, η δασκάλα του θεατρικού παιχνιδιού χρησιμοποίησε τα θραύσματα αυτής για να κάνει μικρές δράσεις με τα παιδιά, που βασίζονταν στην αλλαγή ρόλων, στο παιχνίδι και στο συναίσθημα. Την επόμενη χρονιά, έχει οριστεί να φτιάξουμε μεγάλα γλυπτά απ’ αυτά τα κομμάτια και, με την έγκριση του διευθυντή, να κοσμούν την οροφή της εισόδου του σχολείου. Σχετικά με το 2ο Δ.Σ. Ρέντη τα πράγματα πήραν μια άλλη τροπή. Σε ένα πανδαιμόνιο ενέργειας και φαντασίας, το αρχιτεκτόνημα που σχεδιάστηκε για το χώρο της δεύτερης εξωτερικής εισόδου του σχολείου, στάθηκε η αφορμή για να ενωθούν οι τάξεις όλου του σχολείου, εκτός και εντός του ωραρίου του μαθήματος των εικαστικών. Σε παράλληλο χρόνο και με δική τους πρωτοβουλία, ομάδες παιδιών συνέδεαν κομμάτια της κατασκευής μέσα στην αίθουσα, άλλες, ήταν έξω στο προαύλιο και έφτιαχναν την πρόσοψη καμπυλώνοντας με κλαδιά το ορθογώνιο σχήμα της εισόδου, άλλοι κουβαλούσαν καρέκλες και θρανία για να φτάνουν ψηλά να κάνουν κόμπους, και άλλοι ερχόντουσαν έκπληκτοι να δουν τί φτιάχνεται για να επιστρέψουν με χαρά στα διαλείμματα και να συμμετάσχουν σ΄ αυτό που είχαν ξεκινήσει οι υπόλοιπες τάξεις. Όταν πια χτίστηκε η κατασκευή, φιλοξενήθηκαν εκεί δράσεις, ως παράγωγα του έργου-μήτρα: υπαίθριες τάξεις, ανταλλαγή παιχνιδιών, συζητήσεις δασκάλων με το τμήμα τους για θέματα που τους απασχολούσαν, επιδαπέδια παιχνίδια για να χαίρονται όλοι. |
Αποτίμηση | Κατασκευάζοντας συλλογικά μία ελάχιστη χωρική δομή, επικεντρωθήκαμε "στον τρόπο που βιώνουμε το χώρο και τον μετατρέπουμε σε τόπο, στον τρόπο που περιπλανόμαστε και που τελικά κατοικούμε, με βάση τη συναισθηματική, βιωματική και σωματική μας εμπειρία." Ο χώρος πήρε ταυτότητα από τα παιδιά και το χρόνο, δημιουργώντας νέα περιεχόμενα, νέες συνθήκες και δράσεις. " Πέρα όμως απ' το βιώσιμο χώρο υπάρχει και ο χώρος της πρωταρχικής μας αντίληψης, ο χώρος των ονείρων μας." Τέτοιου είδους πρακτικές δεν ακουμπούν σε μεγαθεωρίες, αλλά μετασχηματίζουν τους τρόπους με τους οποίους αντιλαμβανόμαστε την αισθητική, τη μορφή, τον κοινό τόπο. Σαν μικρο-πολιτικές της επιθυμίας, ο απόηχός τους σίγουρα δεν είναι αρκετός για ν’ αλλάξει ριζικά τον τρόπο που βιώνουμε την παρουσία μας μέσα στο σχολικό πλαίσιο, αποτυπώνεται όμως στο μνημονικό εκείνων που το βίωσαν και ανακαλώντας το θα παίρνει διάφορες υφές, χρώματα, οσμές και ήχους. Ό,τι κράτησε ο καθένας, όπως γίνεται στα εφήμερα έργα. Σχεδιάζοντας συνεργατικά έργα, τροφοδοτείται μία οικονομία που βασίζεται στην αξία της προσφοράς και δημιουργεί μία κοινή εμπειρία σε κοινό έδαφος, η οποία μπορεί να φτάσει σε μία αμοιβαία κατανόηση και να επιτρέψει στη διαφορετικότητα να υπάρξει, σφυρηλατώντας νέες μορφές ύπαρξης, χωρίς να χάνεται η αξία της προσωπικής πράξης και θέασης, αντανακλώντας όψεις του πολιτικού.
|
Βιβλιογραφία |
|
Βιογραφικό Σημείωμα | Η Φουντουλάκη Ελένη είναι πτυχιούχος της Ανώτατης Σχολής Κ. Τεχνών και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο πειραματικό και ερευνητικό ίδρυμα τεχνών ΙΗΕΑP στο Παρίσι, Γαλλία. Το 2017, οργανώνει εργαστήρια τέχνης στο νοσοκομείο των φυλακών Κορυδαλλού, στην πτέρυγα των οροθετικών, και στη δομή προσφύγων στο ελληνικό. Μελετώντας και παρατηρώντας πώς διαμορφώνεται η μάθηση σ’ ένα πλαίσιο όπου κυριαρχεί η απουσία της προφορικής έκφρασης της γλώσσας, σχεδιάζει βιωματικά εργαστήρια στο 1ο και 3ο ειδικό σχολείο Χανίων, δίνοντας βάση στη σχέση που θεσπίζει το σώμα με το υλικό. Τον Αύγουστο του 2016, συμμετείχε στην ομάδα σχεδιασμού εικαστικού και εκπαιδευτικού πρότζεκτ “ Ceci n’est pas une ecole ” και ανέλαβε τον σχεδιασμό και την υλοποίηση συνεργατικού έργου με παιδιά σε γειτονιές του Porto-Novo, Μπενίν, Αφρική. Δίδαξε για πέντε χρόνια στα Εργαστήρια Τέχνης του Δήμου Κορυδαλλού (Δίκτυο εικαστικών εργαστηρίων ΥΠ.ΠΟ.) στα παιδικά τμήματα και στα τμήματα ενηλίκων. Οι πρώτες της σπουδές είναι η γαλλική γλώσσα και φιλολογία, στη Φιλοσοφική Αθηνών. Τώρα διδάσκει στην Α/Βάθμια εκπαίδευση |